- φιλιακός
- -ή, -όν, Α [φιλία]1. φιλικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλιακόνσύλλογος τού οποίου τα μέλη συνδέονταν μεταξύ τους με φιλικούς δεσμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλιακή — φιλιακός friendly society fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)